αμφιμήτριος

αμφιμήτριος
(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) [μήτρα]
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
————————
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) [μήτηρ]
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιμήτριος — round the womb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμήτριον — ἀμφιμήτριος round the womb masc/fem acc sg ἀμφιμήτριος round the womb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμητρίους — ἀμφιμήτριος round the womb masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμήτρια — ἀμφιμήτριος round the womb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιμήτριοι — ἀμφιμήτριος round the womb masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”